- φεύγεις
- φεύγωfleepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Min Fevgeis — Infobox Single Name = Μη Φεύγεις (Mi Fevgeis) Artist = Elena Paparizou Album = Released = May 2007 Recorded = 2007 Genre = Pop Length = 4:13 Writer = Label = Sony BMG/RCA Producer = Chronology = Elena Paparizou minor singles Last single = Mazi… … Wikipedia
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
Le temps des fleurs — Infobox Single Name = Le temps des fleurs Artist = Dalida from Album = Le temps des fleurs B side = Released = 1968 Format = Recorded = Genre = Pop Length = Label = Barclay Records Writer = Producer = Certification = Chart position = Last single … Wikipedia
бѣжати — БѢЖ|АТИ (456), ОУ, ИТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: ѥгда же то грѩдущеѥ видѣ издалеча зосиму начатъ тещи и бѣжати в нутренюю пустыню. зосима же забы свою старость. и труды путны˫а. быстро течаше. хотѩ постигнути бѣжаше. СбЧуд XIV, 60б; горе … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… … Hofmann J. Lexicon universale
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
ξεφορτώνω — 1. αφαιρώ το φορτίο από κάποιον ή από κάτι 2. αποβάλλω το φορτίο μου, εκφορτώνομαι («πότε θα ξεφορτώσει το καράβι;») 3. μέσ. ξεφορτώνομαι α) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου β) γλυτώνω από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό 4. φρ. «ξεφόρτωνέ με» ή… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
Λιάππα, Φρίντα — (Μεσσήνη 1948 – 1991). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κινηματογράφο στο London International Film School. Αρχικά εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου και το 1972 στράφηκε στη σκηνοθεσία με ταινίες… … Dictionary of Greek